- νομοθέτης
- législateur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
νομοθέτης — lawgiver masc nom sg νομοθετέω frame laws imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθέτης — ο, θηλ. νομοθέτις (ΑΜ νομοθέτης, Α θηλ. νομοθέτις, ιδος) αυτός που θεσπίζει και επιβάλλει νόμους, θεσμοθέτης νεοελλ. πρόσωπο που θέτει τους θεμελιώδεις κανόνες μιας επιστήμης, μιας τέχνης κ.λπ. (α. «νομοθέτης τής ποίησης» β. «νομοθέτης τής… … Dictionary of Greek
νομοθέτης — ο 1. αυτός που θέτει, συντάσσει και επιβάλλει νόμους. 2. μτφ., αυτός που βάζει τους βασικούς κανόνες επιστήμης, τέχνης κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομοθετῇς — νομοθετέω frame laws pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαρώνδας — Νομοθέτης που συνέταξε τους νόμους της γενέτειράς του Κατάνης της Σικελίας. Οι νόμοι αυτοί εφαρμόστηκαν αργότερα και σε άλλες σικελικές πόλεις. Έζησε τον 6o αι. π.Χ. Πρώτος o X. όρισε να μαθαίνουν γράμματα όλοι οι γιοι των πολιτών, με πληρωμή των … Dictionary of Greek
νομοθέται — νομοθέτης lawgiver masc nom/voc pl νομοθέτᾱͅ , νομοθέτης lawgiver masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθετῶν — νομοθέτης lawgiver masc gen pl νομοθετέω frame laws pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθέταιν — νομοθέτης lawgiver masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθέταις — νομοθέτης lawgiver masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθέτην — νομοθέτης lawgiver masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθέτου — νομοθέτης lawgiver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)